- ῥινηλατῶ
- ῥῑνηλατῶ , ῥινηλατέωtrack by scentpres subj act 1st sg (attic epic doric)ῥῑνηλατῶ , ῥινηλατέωtrack by scentpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρινηλατώ — ῥινηλατῶ, έω, ΝΑ [ῥινηλάτης] ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῑν», Λόγγ.) αρχ. μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτι («ἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
εκρινίζω — ἐκρινίζω (Α) ανιχνεύω με την όσφρηση, ρινηλατώ* … Dictionary of Greek